διασταύρωση

διασταύρωση
Οικισμός (47 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καρυστίας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ευβοίας.
* * *
η (Α διασταύρωσις, -εως)
η συνάντηση δύο γραμμών, δρόμων κ.λπ. σε ορθή ή περίπου ορθή γωνία
νεοελλ.
1. το σημείο συνάντησης τών γραμμών αυτών
2. (για ανθρώπους ή βλέμματα) η στιγμιαία συνάντησή τους
3. «διασταύρωση πυρών» — ανταλλαγή πυροβολισμών
4. «διασταύρωση πηγών, πληροφοριών κ.λπ.» — η αναζήτηση και ο έλεγχος πηγών, πληροφοριών, αντίθετων απόψεων κ.λπ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διασταύρωση — η 1. συνάντηση δρόμων σε σχήμα ορθής ή περίπου ορθής γωνίας. 2. το σημείο όπου γίνεται η συνάντηση δρόμων: Πάντα γίνονται πολλά ατυχήματα στη διασταύρωση. 3. (βιολ.), το ζευγάρωμα ανάμεσα σε δύο άτομα διαφορετικού φύλου, τα οποία ανήκουν στο ίδιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Διασταύρωση Παλαιοκάστρου — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 327 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Βρίσκεται στο κέντρο του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυγύρου …   Dictionary of Greek

  • διασταύρωση συμβατότητας — Διαδικασία που χρησιμοποιείται για να καθοριστεί η συμβατότητα ανάμεσα στο αίμα ενός ατόμου που χρειάζεται μετάγγιση και εκείνου ενός πιθανού εθελοντή αιμοδότη. Δείγματα αίματος των δύο ατόμων αναμειγνύονται. Το αίμα που δεν είναι συμβατό… …   Dictionary of Greek

  • ισόπεδη διάβαση — Διασταύρωση σιδηροδρομικής γραμμής με οδική αρτηρία που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο. Σε οδούς μικρότερης σπουδαιότητας και χαμηλής κυκλοφορίας, η ι.δ. μπορεί να είναι διαρκώς ανοιχτή (αφύλακτη)· όμως, η μέγιστη ταχύτητα των τρένων δεν πρέπει, στην …   Dictionary of Greek

  • υβρίδια — Ζώα ή φυτά που προέρχονται από γονείς οι οποίοι ανήκουν σε διαφορετικά είδη. Τα μουλάρια, π.χ., είναι υ. γιατί προέρχονται από τη διασταύρωση θηλυκών αλόγων με αρσενικούς γαϊδάρους ή αρσενικών αλόγων με θηλυκούς γαϊδάρους. Η διασταύρωση… …   Dictionary of Greek

  • διυβριδισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο διασταυρώνονται δύο γονείς που διαφέρουν κατά δύο ζεύγη κληρονομικών χαρακτήρων. Ο δ. ακολουθεί τον δεύτερο νόμο του Μέντελ, δηλαδή τον νόμο του ανεξάρτητου διαχωρισμού των κληρονομικών χαρακτήρων. Σύμφωνα με αυτόν, κατά… …   Dictionary of Greek

  • γάιδαρος — Θηλαστικό της τάξης των περιττοδακτύλων. Η επιστημονική ονομασία του είναι όνος. Ο κατοικίδιος γ., που τον χρησιμοποιούν από την αρχαιότητα αφρικανικοί, ασιατικοί και ευρωπαϊκοί λαοί ως ζώο φορτίου, έλξης και ιππασίας, προέρχεται από τον άγριο γ …   Dictionary of Greek

  • ζωοτεχνία — Εφαρμοσμένη βιολογική επιστήμη, η οποία μελετά, κυρίως για οικονομικούς σκοπούς, την τεχνική της αναπαραγωγής και τις μεθόδους βελτίωσης της απόδοσης, της παραγωγικότητας, της εκτροφής και της ορθολογικής χρήσης των κατοικίδιων ζώων. Ανάλογα με… …   Dictionary of Greek

  • καφενείο — Κατάστημα στο οποίο προσφέρονται καφές, διάφορα αναψυκτικά και γλυκά, λειτουργώντας ταυτόχρονα ως χώρος συνάντησης και ψυχαγωγίας. Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, πρόδρομος του σημερινού κ. ήταν το αρχαίο θερμοπώλιο, στο οποίο οι άνθρωποι… …   Dictionary of Greek

  • μιγάς — και μιγάδας ο και η, θηλ. και μιγάδα (ΑΜ μιγάς, άδος, ὁ και ἡ) αυτός που είναι προϊόν ανάμιξης, αναμεμιγμένος, σύμμικτος («μιγάσιν Ἕλλησι βαρβάροις θ ὁμοῡ» Ευρ.) νεοελλ. 1. (βιολ. ανθρωπολ.) άτομο που προέρχεται από τη διασταύρωση δύο γενετικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”